-
1 πόλις
πόλις, πτόλις (-ις, -ιος, -ι coni., -ιν; -ίων, -ίες(ς)ι(ν), πόλεσιν dub., - ῖς dub.: πτόλις, -ιν: πόλεα heterocl. acc. dub. Δ. 3. 9.)1 city, stateαὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν Θήρωνος O. 2.93
τὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4
αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλειν O. 5.20
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Lindos ?) O. 7.34 Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις (Ialysos) O. 7.94αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
φίλαν πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.21
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν (Opous) O. 9.66νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
ἴδε πατρίδα πολυκτέανον βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν (the city of Augeas, king of the Epeians) O. 10.38Τίρυνθα ναίων πόλιν O. 10.68
μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (Locri Epizephyrii) O. 10.99βάθρον πολίων ἀσφαλές, Δίκα O. 13.6
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα (Aitna) P. 1.31Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54
τῷ πόλιν κείναν Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε (Aitna) P. 1.61χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88
κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (Cyrene) P. 4.8 “ μεγαλᾶν πολίων ματρόπολιν Θήραν γενέσθαι” P. 4.19 [“ νάεσσι πόλῖς ἀγαγὲν Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (Lehrs: πολεῖς codd.) P. 4.56]ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272
βασιλεὺς ἐσσὶ μεγαλᾶν πολίων P. 5.16
ἦλθες ἤδη Λιβύας πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν (Cyrene) P. 5.53Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν P. 5.81
πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν P. 7.9
Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε P. 8.99
καλλίσταν πόλιν (Cyrene) P. 9.69 τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι (Cyrene) P. 9.91ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.106
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαικεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.72
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων (Akragas) P. 12.1 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων (Bergk: πόλιν, πόλει codd.: καλλίχορον πόλιν Theon: Orchomenos) P. 12.26Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς N. 1.15
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (Aigina) N. 5.47 πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (Aigina) N. 7.9πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.30
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ (Aigina) N. 8.13 κυδαίνων πόλιν (Sikyon) N. 9.12Δαναοῦ πόλιν Ἄργος N. 10.1
Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες N. 10.47
τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν (Aigina) 1. 5. 22.πόλιν Τρώων πράθον I. 5.36
πόλις Αἴαντος Σαλαμίς I. 5.48
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (Aigina) I. 6.65 φιλαρμάτου πόλιος ἁγεμόνα (sc. Θήβαν) I. 8.20 “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον (in Krete)Πα.. 3. διέπερσεν Ἰλίου πόλ[ιν Pae. 6.104
]πόλιν πατρίαν (Aigina ?) Πα.. 1. Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πό[λιν] (Thebes)Πα... ]υ πόλιν χαλκεα[ Pae. 14.26
]ν' ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
]σχήσει πολι[ Pae. 21.17
Κυ]κλώπων πτόλις α[ Δ. 1.. τ]ίνα πτόλιν Δ. 4. c. 6. θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος (Bergk e paraphr. Plutarchi: ὑπὲρ πολέων, ἐπὶ πόλεως codd. Herodiani) fr. 78. 3. ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ( πολίεσσιν coni. Boeckh, edd.) fr. 210. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν (Aigina) fr. 242. δαιτίκλυτον πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. dub., ] εων ἐλθὲ φίλαν δὴ πόλεα (Schr.: πολέα G-H: πολεωᾰ ς Π: forma πόλεα valde dubia, nott. Snell) Δ. 3. 9. -
2 χρύσεος
χρύσεος (-έῳ, -εον. -έων, -έων, -έοις: -έα, -έας, -έας, -έᾳ, -έαν, -έα, -εαι, -εᾶν, -έαις(ι), - έαις(ιν), -έας; -έῳ, -εον, -έων, -έων, -έοις: synizesis is allowed only when the first syllable is long: χρᾰς- occurs 10 times, O. 1.87, P. 3.73, P. 4.4, 144, 231, P. 9.56, P. 10.40, N. 5.7, I. 7.49, Pae. 6.92)a golden of things, i. e. made of, decorated with gold; esp. of that which belongs to the gods.θεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
χρυσέας ὑποστάσαντες κίονας O. 6.1
βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (Tricl.: - έαισι codd.) O. 7.34χρυσέα φόρμιγξ P. 1.1
χρυσέοις τόξοισιν P. 3.9
Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
χρυσέαν φιάλαν P. 4.193
“ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” P. 4.231 ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ (sc. Ἀπόλλων) P. 9.6 “ δώμασιν ἐν χρυσέοις” (in Olympos) P. 9.56χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν P. 11.4
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.24
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 χρυσέων οἴκων ἄναξ (sc. Ἡρακλέης) I. 4.60 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (of the third Delphic temple of Apollo) Πα... κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. μάλων χρυσέων φύλαξ (sc. Πίνδαρος) fr. 288. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι (of those greedy for gold) fr. 223.b gold in colour “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία I. 7.49
νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο Pae. 6.92
τότε χρύσεαᾰ ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pae. 6.137
c magnificent, splendid, of horses, χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις (Er. Schmid: -αισίν ἀν, -έαις κἀν codd.) O. 1.41ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
χρυσέαισιν ἵπποις fr. 30. 2. of crowns,κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες P. 10.40
Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
of gods,χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
generally,ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4
χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ Pae. 6.1
-
3 ΒΡΈΧω
ΒΡΈΧω (vgl. διαβρέχω), b en etz en (u. zwar die Oberfläche, τέγγω, durchdringend); ἐν ὕδατι Her. 3, 104; Plat. Phaedr. 229 a u. Folgde, z. B. Xen. An. 3, 2, 22; ἐβρέχϑη 1, 4, 17; vom Regen, Teleclid. com. B. A. 291; τὸ ἄγαλμα οὐ βρέχεται, wird nicht beregnet, Pol. 16, 12; oft N. T. u. Sp., impersonell. Uebh. überströmen, überhäufen, ἀκτῖσι βεβρεγμένος σῶμα Pind. Ol. 6, 56; βρέχει χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν 7, 34; βρέχετο νιφάδι πολλᾷ 11, 53; – trinken, Antiphan. bei Ath. I, 23 a; vgl. aber Mein. III p. 147; öfter Anacr., z. B. 31, 12; βεβρεγμένος, trunken, Eubul. bei Ath. a. a. O.; μέϑῃ βρεχϑείς Eur. El. 326; übertr., νευρὴ βραχεῖσα Anacr. 31, 26.
-
4 βρεχω
1) мочить, увлажнять(τι Arst.)
οὑ τὸ γόνυ βρέχων Her., Xen. — не замочив колен, т.е. вброд;ἱδρῶτι β. τέν ψυχήν Plat. — обливаться потом2) pass. (тж. β. ἑαυτόν Arst.) мокнуть, быть мокрым, влажным(πρὸς τὸν ὀμφαλόν Xen.; γῆ βρεχομένη и βεβρεγμένη Arst.; ἔριον βεβρεγμένον γάλακτι Plut.)
μέθῃ βρεχθείς Eur. — сильно опьяненный3) мочить дождем, насылать дождь(ἐπὴ δικαίους καὴ ἀδίκους NT.)
; pass. мокнуть от дождя(οὔτε νίφεσθαι οὔτε βρέχεσθαι Polyb.)
4) перен. наводнять, заливать, осыпать(χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν Pind.)
ἀκτῖσι βεβρεγμένος Pind. — залитый лучами5) ( о дожде) идти(ὑετὸς βρέχει NT.)
βρέχει impers. NT. — идет дождь -
5 ἁνίκα
ᾱνῐκα c. ind.,1 at that time whenβρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν, ἁνίχ' Ἀθαναία κορυφὰν κατ ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν O. 7.35
σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν, ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν P. 1.48
“ ἁνίκ' ἐπέτοσσε” P. 4.24 ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.4 ἁ]νίκα Δαρδανίδαις Ἑκάβ[ Πα. 8A. 17.λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι προνοίᾳ, ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος Pae. 12.12
]τε καὶ ἁνίκα ναυλοχοι[ ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ Pae. 18.9
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον, ἁνίκ ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω sc. after dinner at wine fr. 124. 5. -
6 βρέχω
1 drench, rain upon c. acc.ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν O. 7.33
πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) O. 10.51 met., ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Iamos) O. 6.55 μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (- εσθαι v. l.) fr. 240. -
7 νιφάς
νῐφᾰς (ἡ)1 snow stormβρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν O. 7.34
βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) O. 10.51 met., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (cf. νέφος) I. 4.17 -
8 βρέχω
A , al., ([etym.] ἀπο-) Gal.6.591, etc.: [tense] aor.ἔβρεξα Hp.Mul.1.78
, Pl.Phdr. 254c, X.An.4.3.12, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.βρᾰχήσομαι LXX Is.34.3
: [tense] aor. , X.An.1.4.17, etc.: [tense] aor. 2 ἐβράχην [ᾰ] Hp.Mul.1.80, Arist.Pr. 906b26, Sotion p.190 W., Gal.6.270, Anacreont.31.26; but (ii A. D.), Wilcken Chr.341.6 (ii A. D.): [tense] pf.βέβρεγμαι Pi.O.6.55
, Hp.Acut.(Sp.) 47:— wet, of persons walking through water,τὸ γόνυ Hdt.1.189
;τοὺς πόδας Pl.Phdr. 229a
; steep in water, Hp.VM 3;ἐν οἴνῳ Id.Fract.29
; β. χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν shower wealth upon it, Pi.O.7.34;δακρύοισιν ἔβρεξαν ὅλον τάφον IG14.1422
;β. ἐν δάκρυσι τὴν στρωμνήν LXX Ps.6.7
, cf. 77(78).27:—[voice] Pass., get wet,βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν X.An.4.5.2
; βρέχεσθαι ἐν ὕδατι to be bathed in sweat or drench themselves, Hdt.3.104 (soἱδρῶτι β. τὴν ψυχήν Pl.Phdr. 254c
); βεβρεγμένος filled with water, opp. διερός, Arist.GC 330a17; of sponges, Id.Mete. 386b5;ἄλφιτα β. ἐν ὕδατι Hp.Mul.2.110
; to be rained upon, Plb.16.12.3;ὄμβροις Str. 15.1.13
; esp. in Egypt of the inundation of the Nile,τὰ βρεχέντα πεδία PFlor.331.6
(ii A. D.); ἡ βεβρεγμένη (sc. γῆ) PTeb.71.2 (ii B. C.), OGI669.57 (i A. D.);γῆ οὐ βρεχομένη LXX Ez.22.24
:—but also intr. in [voice] Act., to be inundated, PPetr.3p.119 (iii B. C.), PTeb.106.19 (ii B. C.): metaph., ἀκτῖσι βεβρεγμένος steeped, bathed in light, Pi.O. 6.55;σιγᾷ βρέχεσθαι Id.Fr. 240
; of hard drinkers,μέθῃ βρεχθείς E.El. 326
; βεβρεγμένος tipsy, Eub.126.II rain, send rain, Ev. Matt.5.45;Ζεὺς ἔβρεχε POxy.1482.6
(ii A. D.): c. acc.,ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν LXX Ex.9.23
; θεῖον ib.Ge.19.24, cf. Ev.Luc.17.29; ἄρτους Al.Ex.16.4.2 impers., βρέχει it rains, Telecl.54, Ep.Jac.5.17;ὅταν βρέχῃ Arr.Epict.1.6.26
; alsoἵνα ὑετὸς βρέχῃ Apoc.11.6
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский